- εινόδιος
- -ον (Α)βλ. ενόδιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἰνόδι' — εἰνόδια , ἐνόδιος in neut nom/voc/acc pl εἰνόδιε , ἐνόδιος in masc voc sg εἰνόδιαι , ἐνόδιος in fem nom/voc pl εἰνόδια , εἰνόδιος neut nom/voc/acc pl εἰνόδιε , εἰνόδιος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰνόδιον — ἐνόδιος in masc acc sg ἐνόδιος in neut nom/voc/acc sg εἰνόδιος masc/fem acc sg εἰνόδιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενόδιος — ἐνόδιος, ία, ον και ἐνόδιος, ον (επικ. τ. εἰνόδιος, ίη, ον) (Α) [οδός] 1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή δίπλα στον δρόμο («τῶν γὰρ πόλεων τὰς ἐνοδίους καὶ παραθαλαττίους», Πλούτ.) 2. ο χρήσιμος για τον δρόμο 3. ως επίθ. τών θεών, τών οποίων έστηναν… … Dictionary of Greek
εἰνοδίοιο — ἐνόδιος in masc/neut gen sg (epic) εἰνόδιος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰνοδίοις — ἐνόδιος in masc/neut dat pl εἰνόδιος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰνοδίοισι — ἐνόδιος in masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) εἰνόδιος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰνοδίου — ἐνόδιος in masc/neut gen sg εἰνόδιος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰνοδίους — ἐνόδιος in masc acc pl εἰνόδιος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰνοδίων — ἐνόδιος in fem gen pl ἐνόδιος in masc/neut gen pl εἰνόδιος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰνοδίῳ — ἐνόδιος in masc/neut dat sg εἰνόδιος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)